ραπτικός

ραπτικός
η , ό портняжный; швейный;

ραπτική μηχανή — швейная машина


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ραπτικός" в других словарях:

  • ραπτικός — ή, ό / ῥαπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραφτικός, ή, ό, Ν [ῥάπτης / ράφτης] το θηλ. ως ουσ. η ραπτική και ραφτική / ῥαπτική η τέχνη τού ράπτη, η τέχνη τής κατασκευής ενδυμάτων και λινοσκευής νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ραπτικά και ραφτικά τα… …   Dictionary of Greek

  • ῥαπτικῆς — ῥαπτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπτικῇ — ῥαπτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπτική — ῥαπτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπτικήν — ῥαπτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραπτική — η, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ραφικός — ή, όν, Α [ῥαφή] ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ραφτικά — τα, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ραφτική — η, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek

  • ραφτικός — ή, ό, Ν βλ. ραπτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»